- προσγειώνω
- Ν[πρόσγειος]1. επαναφέρω πτητική μηχανή, όπως αεροσκάφος, διαστημικό όχημα κ.ά., στο έδαφος τής Γης, αλλ. προσεδαφίζω στη γη2. ερχόμενος από το πέλαγος πλησιάζω προς την ακτή3. μτφ. επαναφέρω στην πραγματικότητα («αεροβατούσε συνεχώς και προσγειώθηκε απότομα»)4. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) προσγειωμένος, -η, -οαυτός που έχει πλήρη συναίσθηση τής πραγματικότητας, ισορροπημένος, ρεαλιστής.
Dictionary of Greek. 2013.